αβίωτος

From LSJ

Καλῶς πένεσθαι μᾶλλον (κρεῖττον) ἢ πλουτεῖν κακῶς → Inopia honesta potior opipus improbis → In Ehren arm ist besser als unehrlich reich

Menander, Monostichoi, 300

Greek Monolingual

-η, -ο (Α αβίωτος, -ον) βιῶ
αφόρητος, αβάσταχτος, δυστυχής (ως επίθετο του βίος).