αβγουλάς

From LSJ

Greek Monolingual

ο (θηλ. -ού)
1. ο πωλητής αβγών, ο αβγοπώλης
2. αβγοφάγος·3. το θηλ. λέγεται ιδιαίτερα για την κότα που γεννά πολλά αβγά.