αβγοφάγος

From LSJ

κόσμος σκηνή, ὁ βίος πάροδος· ἦλθες, εἶδες, ἀπῆλθες → The world is a stage, life is your entrance: you came, you saw, you departed (Democritus fr. 115 D-K)

Source

Greek Monolingual

-α, -ο
1. αυτός που του αρέσουν πολύ τα αβγά
2. αυτός που τρώει πολλά αβγά.