αβδελλώνω

From LSJ

τὰ ὑπὸ ἐμοῦ διδόμενα τεθήσεται ἐν τῷ ἱερῷ → what I give will be put in the temple

Source

Greek Monolingual

αβδέλλα
1. (για ζώα) καταπίνω βδέλλες μαζί με το νερό
2. συνενώνω με οδόντωση ή έλασμα δυο κομμάτια ξύλου ή μετάλλου.