οδόντωση

From LSJ

κραδίη δέ μοι ἔξω στηθέων ἐκθρῴσκει → my heart is leaping forth from my bosom, be panic-stricken, my heart is beating outside my chest

Source

Greek Monolingual

η οδοντώνω
1. η εμφάνιση τών πρώτων δοντιών στον άνθρωπο, η οδοντοφυΐα
2. εγκοπές και προεξοχές με τις οποίες επιτυγχάνεται η σύζευξη μεταλλικών ή άλλων αντικειμένων
3. τεχνολ. το σύνολο τών εγκοπών και τών προεξοχών, δηλαδή τών δοντιών, μεταλλικού οδοντωτού τροχού
4. φρ. «οδόντωση ακτής» — διαμόρφωση ακτής με πολλές διαδοχικές προεξοχές προς τη θάλασσα.