αβλέφαρος

From LSJ

μὴ μόνον τοὺς ἁμαρτάνοντας κόλαζε, ἀλλὰ καὶ τοὺς μέλλοντας κώλυε → punish not only those who do wrong, but those who intend to do so

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀβλέφαρος, -ον) βλέφαρο
αυτός που δεν έχει βλέφαρα.