αβυσσαλέος
From LSJ
ἀνάγκᾳ δ' οὐδὲ θεοὶ μάχονται → but not even gods fight necessity (Simonides, fr. 37.1.29)
Greek Monolingual
-α, -ο [[[άβυσσος]], η]
1. απύθμενος, χαώδης
2. κρημνώδης, βαραθρώδης
3. ανεξιχνίαστος, καταχθόνιος.
ἀνάγκᾳ δ' οὐδὲ θεοὶ μάχονται → but not even gods fight necessity (Simonides, fr. 37.1.29)
-α, -ο [[[άβυσσος]], η]
1. απύθμενος, χαώδης
2. κρημνώδης, βαραθρώδης
3. ανεξιχνίαστος, καταχθόνιος.