βαραθρώδης
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
English (LSJ)
βαραθρῶδες, like a pit or gulf, Str.13.1.67, Plu.Lyc.16; β. πέλαγος abysmal, of a dangerous sea, Ph.2.514; precipitous, of a road, Str.5.1.11: metaph., θολερὸς καὶ β. βίος Ph.1.322; of a person, τὴν ψυχὴν ἄδικος καὶ β. Agath.2.23.
Spanish (DGE)
-ες
1 abismal, como un precipicio λίμνη Str.13.1.67, τόπος Plu.Lyc.16, de un mar peligroso πέλαγος Ph.2.514
•escarpado κρημνός I.BI 1.405, de un camino que va sobre barrancos, Str.5.1.11
•fig. βίος β. Ph.1.322 (cód.).
2 de pers. digno de ser arrojado a un precipicio τὴν ψυχὴν ἄδικος καὶ β. Agath.2.23.2.
German (Pape)
[Seite 432] ες, kluftähnlich, τόπος, Plut. Lyc. 16; Strab. πέλαγος, klippenreich; übertr., θολερὸς καὶ β. βίος Philo.
French (Bailly abrégé)
ης, ες:
semblable à un précipice.
Étymologie: βάραθρον, -ωδης.
Greek Monolingual
βαραθρώδης, -ες (Α)
1. όμοιος με βάραθρο
2. (για δρόμο) επικίνδυνος, απόκρημνος
3. (για πρόσωπα) καταστρεπτικός.
Russian (Dvoretsky)
βᾰραθρώδης: изобилующий пропастями (τόπος Plut.).