απύθμενος
From LSJ
ἄλλος Ἡρακλῆς, ἄλλος αὐτός → close friendship, close friend, another Hercules—another self, another Heracles—another self
-η, -ο (AM ἀπύθμενος, -ον)
ο χωρίς πυθμένα
νεοελλ.
1. ο υπερβολικά βαθύς («απύθμενος ωκεανός»)
2. φρ. «απύθμενη βλακεία»
ειρων. απέραντη, πρωτοφανής βλακεία.