αγάλακτος

From LSJ

οἷς πρόθεσίς ἐστιν ἀδικεῖν, παρ' αὐτοῖς οὐδὲ δικαία ἀπολογία ἰσχύει → not even a just excuse means anything to those bent on injustice | the tyrant will always find a pretext for his tyranny | any excuse will serve a tyrant

Source

Greek Monolingual

και αγάλατος, -η, -ο (Α ἀγάλακτος, -ον και ἀγάλαξ, ο, η)
αυτός που δεν παρέχει γάλα
νεοελλ.
(για βρέφη) αυτός που δεν θήλασε
αρχ.
αυτός που αποκόπηκε από τον θηλασμό.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < α- στερ. + γάλα.