αγαλματώδης

From LSJ

Ὡς ἡδὺ τὸ ζῆν μὴ φθονούσης τῆς τύχης → Quam vita dulce est, fata dum non invident → Wie süß zu leben, wenn das Glück nicht neidisch ist

Menander, Monostichoi, 563

Greek Monolingual

-ες
αγαλματένιος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < άγαλμα + κατάλ. -ώδης].