αγαλματένιος

From LSJ

ἐφ' ὅσον αὐτοῦὑπόστασις τῶν χρόνων ὑπῆρχεν → as long as his store of years lasted

Source

Greek Monolingual

-ια, -ιο άγαλμα
1. αυτός που μοιάζει με άγαλμα
2. ωραίος, χυτός.