αγανόφρων

From LSJ

Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt

Menander, Monostichoi, 139

Greek Monolingual

ἀγανόφρων (-ονος), ο (Α)
ευγενικός, ήπιος, πράος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀγανὸς + φρήν.