ἀγανόφρων
ὀλιγαρχία δὲ τῶν μὲν κινδύνων τοῖς πολλοῖς μεταδίδωσι͵ τῶν δ΄ ὠφελίμων οὐ πλεονεκτεῖ μόνον, ἀλλὰ κτλ. → But an oligarchy gives the many a share of the danger, and not content with the largest part takes and keeps the whole of the profit (Thucyd. 6.39)
English (LSJ)
ἀγανόφρον, gen. ονος, poet. Adj. gentle of mood, Il.20.467, Cratin.238; Ἡσυχία Ar.Av.1321.
Spanish (DGE)
(ἀγᾰνόφρων) -ον
• Prosodia: [ᾰ-]
• Morfología: [gen. -ονος]
amable, afectuoso ἀνὴρ ... οὐδ' ἀγανόφρων Il.20.467, de Leto ἀ. Κοίου θυγάτηρ Pi.Fr.52m.12, ἄνδρες Cratin.256, Ἡσυχία Ar.Au.1321, τιμή A.R.4.809, πατήρ MAMA 1.232.1 (Laodicea Combusta).
German (Pape)
[Seite 9] ον (φρήν), mild, Hom. nur einmal, neben γλυκύθυμος, ἀνήρ, Il. 20, 467; – ἄνδρες Cratin. B. A. 335; – behaglich, ἡσυχία Ar. Av. 1321.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
aimable, doux.
Étymologie: ἀγανός, φρήν.
Russian (Dvoretsky)
ἀγᾰνόφρων: gen. ονος ласковый, приветливый; кроткий (ἀνήρ Hom.; ἡσυχία Arph.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀγανόφρων: -ον, γεν. ονος, (φρήν), ποιητ. ἐπίθ., εὐγενὴς τοὺς τρόπους, ἤπιος, Ἰλ. Υ. 467· ἄνδρες Κρατῖν. ἐν «Χείρωσι» 1. ἀγ. Ἡσυχία, Ἀριστ. Ὄρν. 1321.
English (Autenrieth)
English (Slater)
ᾰγᾰνόφρων gentle of spirit ἀγανόφρων Κοίου θυγάτηρ Leto. (Pae. 12.12)
Greek Monotonic
ἀγανόφρων: -ον, γεν. -ονος (φρήν), ποιητ. επίθ., ευγενικός στους τρόπους, ήπιος, σε Όμηρ.