αγγέλλω

From LSJ

κρείσσων ἐναρχόμενος βοηθῶν καρδίᾳ τοῦ ἐπαγγελλομένου καὶ εἰς ἐλπίδα ἄγοντος· δένδρον γὰρ ζωῆς ἐπιθυμία ἀγαθή (Proverbs 13.12 LXX) → One who sincerely sets about helping is better than one who makes promises leading to hope; for a kindly urge is a tree of life.

Source

Greek Monolingual

ἀγγέλλω)
φέρω αγγελία ή παραγγελία, αναγγέλλω, γνωστοποιώ
αρχ.
1. μέσ. αναγγέλλω κάτι για κάποιον
2. (μτχ. ενεστ.) ἀγγέλλων
αγγελιαφόρος, πληροφοριοδότης
3. (παθητ. μτχ.) τὰ ἀγγελθέντα ή ἠγγελμένα
είδηση, αγγελία.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἄγγελος
τα δύο -λλ- του ἀγγέλλω < ἀγγέλ-j-ω, με αφομοίωση του προσφύματος -j- προς το -λ-].