αγγέλλω

Greek Monolingual

ἀγγέλλω)
φέρω αγγελία ή παραγγελία, αναγγέλλω, γνωστοποιώ
αρχ.
1. μέσ. αναγγέλλω κάτι για κάποιον
2. (μτχ. ενεστ.) ἀγγέλλων
αγγελιαφόρος, πληροφοριοδότης
3. (παθητ. μτχ.) τὰ ἀγγελθέντα ή ἠγγελμένα
είδηση, αγγελία.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἄγγελος
τα δύο -λλ- του ἀγγέλλω < ἀγγέλ-j-ω, με αφομοίωση του προσφύματος -j- προς το -λ-].