αγγελούδι

From LSJ

τὴν ἐρημίαν τῶν κωλυσόντων ὁρῶνseeing that there would be none to hinder him

Source

Greek Monolingual

το άγγελος
1. αγγελάκι, μικρός άγγελος
2. ωραίο και χαριτωμένο βρέφος.