αγιασμόνερο

From LSJ

μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale

Source

Greek Monolingual

το
αγιασμένο νερό, αγιασμός.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αγιασμός + νερό].