αγιόψυχος

From LSJ

ἡ πολιτευομένη τῆς ἀρτάβης τιμήcustomary price of artaba

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
1. αυτός που έχει ψυχή αγίου, ο ενάρετος
2. (ειρωνικά) υποκριτής.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < άγιος + ψυχή.