αγλαόθρονος

From LSJ

Θυσία μεγίστη τῷ θεῷ τό γ' εὐσεβεῖν → Pietate maius nil offertur numini → Das größte Opfer für den Gott ist Frömmigkeit

Menander, Monostichoi, 246

Greek Monolingual

ἀγλαόθρονος, -ον (Α)
αυτός που έχει λαμπερό θρόνο.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀγλαός + θρόνος.