αγνομέταξος

From LSJ

ἄδικον ἦν πλοῦτον ἔχειν παρὰ νόμον → it is unjust to have money against the law

Source

Greek Monolingual

-η, -ο αγνός
(για υφάσματα) ο υφασμένος από καθαρό μετάξι.