αγουροκόβω

From LSJ

Τα βιβλία τα παρά των ξένων επαίδευε τους εν τη αγορά ανθρώπους, τους Ομήρου φίλους → The others' books educated the people in the marketplace, the friends of Homer.

Source

Greek Monolingual

1. κόβω τους καρπούς προτού ωριμάσουν, άγουρους, αγίνωτους
2. διακόπτω, σταματώ κάτι πρόωρα.