αγριόμορφος
From LSJ
οὐ γὰρ γίνονται ἐκπλήξιες τῆς γνώμης οὔτε μετάστασις ἰσχυρὴ τοῦ σώματος → therefore, they experience no mental anxiety and no physical shocks
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀγριόμορφος, -ον)
άγριος στη μορφή, στην όψη.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἄγριος + μορφή.