ὀλίγοι τινὲς ὧν ἐντετύχηκα → a very few whom I've met
ο (θηλ. -πνήτρα και -πνήτρια) αγρυπνώαυτός που ξαγρυπνά και ιδιαίτερα αυτός που παρακολουθεί εκκλησιαστική αγρυπνία (κν. ολονυκτία).