αγρυπνητής

From LSJ

ὀλίγοι τινὲς ὧν ἐντετύχηκα → a very few whom I've met

Source

Greek Monolingual

ο (θηλ. -πνήτρα και -πνήτρια) αγρυπνώ
αυτός που ξαγρυπνά και ιδιαίτερα αυτός που παρακολουθεί εκκλησιαστική αγρυπνία (κν. ολονυκτία).