αγωνοθέτης
Greek Monolingual
ο (Α ἀγωνοθέτης)
αυτός που θεσπίζει και διευθύνει αγώνες
αρχ.
1. κριτής του αγώνα, αγωνοδίκης, αγωνάρχης
2. οποιοσδήποτε κριτής.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀγών + θέτης < τίθημι.
ΠΑΡ. ἀγωνοθεσία, ἀγωνοθετῶ].
ο (Α ἀγωνοθέτης)
αυτός που θεσπίζει και διευθύνει αγώνες
αρχ.
1. κριτής του αγώνα, αγωνοδίκης, αγωνάρχης
2. οποιοσδήποτε κριτής.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀγών + θέτης < τίθημι.
ΠΑΡ. ἀγωνοθεσία, ἀγωνοθετῶ].