οποιοσδήποτε

From LSJ

Ῥᾴθυμος ἐὰν ᾖς, πλούσιος πένης ἔσῃ → Si dives es pigerque, mox iners eris → Dein Leichtsinn macht alsbald dich arm, seist du auch reich

Menander, Monostichoi, 472

Greek Monolingual

οποιαδήποτε, οποιοδήποτε
(ΑΜ ὁποιοσδήποτε, ὁποιαδήποτε, ὁποιονδήποτε)
(αόρ. αντων.) ο καθένας, όποιος τυχόν.