οποιοσδήποτε

From LSJ

τὸν νέον τίνα οἴει καρδίαν ἴσχειν → what do you think are his feelings

Source

Greek Monolingual

οποιαδήποτε, οποιοδήποτε
(ΑΜ ὁποιοσδήποτε, ὁποιαδήποτε, ὁποιονδήποτε)
(αόρ. αντων.) ο καθένας, όποιος τυχόν.