αγωνοθετώ

From LSJ

Ψυχῆς γὰρ οὐδέν ἐστι τιμιώτερον → Nil reperiri carius vita potest → Kein Gut ist als das Leben wertvoller

Menander, Monostichoi, 552

Greek Monolingual

(Α ἀγωνοθετῶ -έω) ἀγωνοθέτης
είμαι αγωνοθέτης, θεσπίζω και διευθύνω αγώνες
αρχ.
εξεγείρω, προκαλώ διαμάχες, φασαρίες, διεγείρω.