αγόγγυστος

From LSJ

οὕτως ἐξ ἐχθρῶν αὐτοκτόνα πέμπετο δῶρα, ἐν χάριτος προφάσει μοῖραν ἔχοντα μόρου → thus mutual gifts that bring death were bestowed by enemies, gifts that brought the lot of death in the name of a favor

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ ἀγόγγυστος, -ον) γογγύζω
αυτός που με υπομονή, αδιαμαρτύρητα, ανέχεται μια δύσκολη κατάσταση.