αδέκαρος

From LSJ

ναύτης ὁ ἐν τῇ νηῒ μένων βούλεται τοὺς τέτταρας φίλους ἰδεῖν → the sailor staying on the ship wants to see his four friends

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
αυτός που δεν έχει δεκάρα, που του λείπουν εντελώς τα χρήματα, ο πάμφτωχος (πρβλ. απένταρος).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < α- στερητ. + δεκάρα.
ΠΑΡ. αδεκαρία].