αδέκαρος

From LSJ

τὰ ἐς τὴν κοιλίην ἀποκρινόμενα → gastric secretions

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
αυτός που δεν έχει δεκάρα, που του λείπουν εντελώς τα χρήματα, ο πάμφτωχος (πρβλ. απένταρος).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < α- στερητ. + δεκάρα.
ΠΑΡ. αδεκαρία].