πάμφτωχος

From LSJ

Πονηρὸν ἄνδρα μηδέποτε ποιοῦ φίλον (μηδέπω κτήσῃ φίλον) → Tibi numquam amicum facito moratum male → Nimm niemals einen schlechten Mann zum Freunde dir

Menander, Monostichoi, 453

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ πάμπτωχος, -ον)
βλ. πάμπτωχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + φτωχός].