Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

δεκάρα

From LSJ

Greek Monolingual

η δεκάρι
1. μεταλλικό νόμισμα αξίας δέκα λεπτών
2. μικρό ασήμαντο χρηματικό ποσό
3. ποινή κράτησης ή φυλάκισης δέκα ημερών («έφαγε μια δεκάρα»)
4. φρ. α) «δεκάρα του Όθωνα» — άνθρωπος πολύ μεγάλης ηλικίας ή με αναχρονιστικές αντιλήψεις
β) (για ανθρώπους και αντικείμενα) «είναι της δεκάρας» ή «δεν αξίζει δεκάρα» — δεν έχει καμιά αξία
γ) «δεκάρα δεν δίνει» — αδιαφορεί τελείως.