αδίστακτος

From LSJ

Δεῖ τοὺς μὲν εἶναι δυστυχεῖς, τοὺς δ' εὐτυχεῖς → Aliis necesse est bene sit, aliis sit male → Die einen trifft das Unglück, andere das Glück

Menander, Monostichoi, 125

Greek Monolingual

και -χτος, -η, -ο (AM ἀδίστακτος, -ον) διστάζω
αρχ.-νεοελλ. αυτός που δεν διστάζει για κάτι, δεν έχει δισταγμούς ή αμφιβολίες, αποφασιστικός, ριψοκίνδυνος
νεοελλ.
αυτός που δεν έχει ηθικές αναστολές, ανενδοίαστος, στυγνός
αρχ.
αυτός για τον οποίο δεν υπάρχουν αμφιβολίες, αναμφίβολος, σίγουρος, βέβαιος.