αδαμαντόστικτος

From LSJ

ἀνθρωπεία φύσις πολεμία τοῦ προὔχοντος → human nature is hostile to all that is eminent

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
ο αδαμαντοστόλιστος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αδάμας + στίζω (= σκαλίζω)].