αδαμαντοστόλιστος

From LSJ

οὐ τῷ πλήθει ἀλλὰ τῷ ἀξιώματι → not in numbers but in quality

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
ο στολισμένος με διαμάντια, αδαμαντοκόλλητος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αδάμας + στολίζω.