ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop
η άδειοςελεύθερος χρόνος, ευκαιρία, άδεια (Ι).