αδιακόσμητος
From LSJ
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀδιακόσμητος, -ον) διακοσμῶ
νεοελλ.
αστόλιστος, ακαλλώπιστος
αρχ.
ατακτοποίητος, αδιευθέτητος.
-η, -ο (Α ἀδιακόσμητος, -ον) διακοσμῶ
νεοελλ.
αστόλιστος, ακαλλώπιστος
αρχ.
ατακτοποίητος, αδιευθέτητος.