αστόλιστος

From LSJ

τοῖσι ἐμφανέσι τὰ μὴ γινωσκόμενα τεκμαιρόμενος → judge of the unknown by the known

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ ἀστόλιστος, -ον)
ο δίχως στολισμό
νεοελλ.
αυτός που δεν τον έχουν στολίσει με βρισιές και κατηγορίες.