τοῖσι ἐμφανέσι τὰ μὴ γινωσκόμενα τεκμαιρόμενος → judge of the unknown by the known
-η, -ο (Μ ἀστόλιστος, -ον)ο δίχως στολισμόνεοελλ.αυτός που δεν τον έχουν στολίσει με βρισιές και κατηγορίες.