ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων → by grinding stone against stones
-η, -ο διαμφισβητώ1. αυτός που δεν διαμφισβητείται, αδιαφιλονίκητος, αναμφισβήτητος2. αδιεκδίκητος.