αδιαμφισβήτητος

From LSJ

ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων → by grinding stone against stones

Source

Greek Monolingual

-η, -ο διαμφισβητώ
1. αυτός που δεν διαμφισβητείται, αδιαφιλονίκητος, αναμφισβήτητος
2. αδιεκδίκητος.