αδιαμφισβήτητος

From LSJ

ψυχῶν σοφῶν φροντιστήριονthought-shop of wise souls

Source

Greek Monolingual

-η, -ο διαμφισβητώ
1. αυτός που δεν διαμφισβητείται, αδιαφιλονίκητος, αναμφισβήτητος
2. αδιεκδίκητος.