αδιεκδίκητος

From LSJ

Greek Monolingual

-η, -ο διεκδικώ
1. αυτός που δεν διεκδικήθηκε ή δεν διεκδικείται
2. αυτός που δεν μπορεί να διεκδικηθεί από κανένα, αδιαμφισβήτητος, αδιαφιλονίκητος.