αδιαμόρφωτος
From LSJ
ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀδιαμόρφωτος, -ον)
αυτός που δεν έχει πάρει ακόμη την τελική του μορφή, ασχημάτιστος, αδιάπλαστος, αφορμάριστος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < διαμορφώνω, διαμορφῶ].