αδιάπλαστος
From LSJ
Τὸ γὰρ θανεῖν οὐκ αἰσχρόν, ἀλλ' αἰσχρῶς θανεῖν → Mors ipsa non est foeda, sed foede mori → Das Sterben bringt nicht Schmach, doch sterben in der Schmach
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀδιάπλαστος, -ον) διαπλάσσω
αυτός που δεν διαπλάστηκε, που δεν πήρε ακόμη την οριστική του μορφή, αδιαμόρφωτος, ασχημάτιστος
νεοελλ.
1. αυτός που δεν επιδέχεται διάπλαση, που δεν πρόκειται ποτέ να πάρει την ανάλογη διάπλαση
2. ο μη διαπλασμένος διανοητικά ή ηθικά, απαίδευτος, αμόρφωτος.