Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

αδιάπλαστος

From LSJ

Οὔτοι συνέχθειν, ἀλλὰ συμφιλεῖν ἔφυν → I was not born to hate, but to love.

Sophocles, Antigone, 523

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀδιάπλαστος, -ον) διαπλάσσω
αυτός που δεν διαπλάστηκε, που δεν πήρε ακόμη την οριστική του μορφή, αδιαμόρφωτος, ασχημάτιστος
νεοελλ.
1. αυτός που δεν επιδέχεται διάπλαση, που δεν πρόκειται ποτέ να πάρει την ανάλογη διάπλαση
2. ο μη διαπλασμένος διανοητικά ή ηθικά, απαίδευτος, αμόρφωτος.