Γελᾷ δ' ὁ μῶρος, κἄν τι μὴ γελοῖον ᾖ → Mens stulta ridet, quando ridendum est nihil → Es lacht der Tor, auch wenn es nichts zu lachen gibt
(Α ἀδιαφορῶ, ἀδιαφορέω) ἀδιάφοροςείμαι αδιάφορος, δείχνω αδιαφορία, είμαι αμελής, δεν ενδιαφέρομαι για κάτιαρχ.1. δεν διαφέρω, είμαι όμοιος με κάποιον ή με κάτι2. είμαι ασήμαντος, αμελητέος.