αδικοπήμων

From LSJ

Χρηστὸς πονηροῖς οὐ τιτρώσκεται λόγοις → Non vulneratur vir bonus verbo improbo → Ein böses Wort verwundet keinen guten Mann

Menander, Monostichoi, 542

Greek Monolingual

ἀδικοπήμων, -ον (Α)
αυτός που άδικα βλάπτει.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀδικο- + -πήμων < πῆμα (= πάθημα, δυστύχημα, συμφορά)].