ἡγούμενος τῶν ἡδονῶν ἀλλ' οὐκ ἀγόμενος ὑπ' αὐτῶν → of his pleasures he was the master and not their servant
ἀδικόχειρ (-ειρος), ο, η (Α)αυτός που έχει άδικο χέρι, ο άδικος.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀδικο- + χείρ.