αδικόχειρ

From LSJ

ὅσον ἀπὸ τοῦ ἱεροῦ ἐφεωρᾶτο τῆς νήσου → as much of the island as was in view from the temple

Source

Greek Monolingual

ἀδικόχειρ (-ειρος), ο, η (Α)
αυτός που έχει άδικο χέρι, ο άδικος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀδικο- + χείρ.