αδικόχειρ

From LSJ

ἡγούμενος τῶν ἡδονῶν ἀλλ' οὐκ ἀγόμενος ὑπ' αὐτῶν → of his pleasures he was the master and not their servant

Source

Greek Monolingual

ἀδικόχειρ (-ειρος), ο, η (Α)
αυτός που έχει άδικο χέρι, ο άδικος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀδικο- + χείρ.