ὅσον ἀπὸ τοῦ ἱεροῦ ἐφεωρᾶτο τῆς νήσου → as much of the island as was in view from the temple
ἀδικόχειρ (-ειρος), ο, η (Α)αυτός που έχει άδικο χέρι, ο άδικος.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀδικο- + χείρ.