αδιόρατος

From LSJ

εἰς ὁδόν ἐθνῶν μὴ ἀπέλθητε → go not into the way of the Gentiles (Matthew 10:5)

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀδιόρατος, -ον) διορῶ
αυτός που δεν διακρίνεται, αφανής, αθέατος
νεοελλ.
αυτός που διακρίνεται με δυσκολία, δυσδιάκριτος, αμυδρός.