αδραχτερή

From LSJ

διαμεμαστιγωμένην καὶ οὐλῶν μεστὴν ὑπὸ ἐπιορκιῶν καὶ ἀδικίας → striped all over with the scourge, and a mass of wounds, the work of perjuries and injustice

Source

Greek Monolingual

η αδράχτι
κρεμάστρα ή καλάθι, όπου τοποθετούνται τα αδράχτια.