αδυνάτισμα

From LSJ

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source

Greek Monolingual

το αδυνατίζω
1. μείωση του βάρους του σώματος
2. ατονία, εξάντληση, εξασθένηση.