αειγενέτης

From LSJ

Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)

Source

Greek Monolingual

ἀειγενέτης, ο (Α)
(μόνο στον επικό τύπο αἰειγενέτης, ως επίθετο θεών) αιώνιος, αθάνατος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀεὶ + γενετής].