αειτελής

From LSJ

Εὔτακτον εἶναι τἀλλότρια δειπνοῦντα δεῖModestia est servanda cenanti foris → Sich fügen muss, wer fremdes Eigentum verzehrt

Menander, Monostichoi, 157

Greek Monolingual

ἀειτελής, -ές (Α)
(για τον Θεό) ακατάπαυστα, αιώνια τέλειος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀεὶ + τελὴς < τέλος.