αειτελής

From LSJ

σύμμικτον εἶδος κἀποφώλιον βρέφος → an infant of mixed appearance, born to sterility

Source

Greek Monolingual

ἀειτελής, -ές (Α)
(για τον Θεό) ακατάπαυστα, αιώνια τέλειος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀεὶ + τελὴς < τέλος.