αερατμός

From LSJ

θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei

Menander, Monostichoi, 252

Greek Monolingual

και αεροατμός, ο
μίγμα θερμού συμπιεσμένου αέρα και ατμού, που χρησιμοποιείται ως κινητήρια δύναμη.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αέρας + ατμός
απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. aerovapeur].