αεροδείκτης
From LSJ
εἰ δὲ τύχῃ τις ἔρδων, μελίφρον' αἰτίαν ῥοαῖσι Μοισᾶν ἐνέβαλε → if someone is successful in his deeds, he casts a cause for sweet thoughts into the streams of the Muses
Greek Monolingual
και –δείχτης, ο
ο ανεμοδείκτης.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αήρ, -έρος + δείκτης
νεοελλ. λόγιας προελεύσεως λ. που πλάστηκε από τον Άνθιμο Γαζή].